σμιρίτης

σμιρίτης
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. σμυρίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμιρίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιρίτου — σμιρίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιρίτῃ — σμιρίτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρίτης — και σμιρίτης και, δ. γρφ., σμιριτός, ὁ, Α φρ. «σμυρίτης λίθος» η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρις / σμίρις + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”